πιλοποιία

πιλοποιία
πιλοποιίᾱ , πιλοποιία
felting
fem nom/voc/acc dual
πιλοποιίᾱ , πιλοποιία
felting
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιλοποιία — η, ΝΑ [πιλοποιός] η κατασκευή πίλων …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιία — η βιομηχανία κατασκευής καπέλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιλοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλοποιητική η τέχνη κατασκευής πίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πιλοποιῶ (< πιλοποιός)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Καλαμάτας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καλαμάτας ιδρύθηκε από τον τοπικό Σύλλογο προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, με σκοπό τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού και αντικειμένων σχετικά με την ελληνική επανάσταση του 1821, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”